Τα σοκάκια της πόλης είναι γεμάτα χαμόγελα και φωνές. Βλέπω τους φωτισμένους δρόμους, τα στολισμένα κτίρια με χρώματα, ζωντανούς και χαρούμενους ανθρώπους. Άραγε να είναι από πραγματική ευτυχία ή από απέραντη δυστυχία; Εσύ εκεί, τόσο διαφορετική, τόσο απρόσμενα δυστυχισμένη. Η εικόνα σου στοιχειώνει την ύπαρξη μου. Συγχώρεσε με που για μία στιγμούλα σε ξέχασα.
το βλέμμα σου απλανές, τα χέρια τρέμουν, δεν επικοινωνείς με το περιβάλλον,
βλέπω τα δακρυσμένα μάτια σου στον ύπνο μου και ξυπνάω ιδρωμένος,
θέλω αν σε ρωτήσω μα φοβάμαι την απάντησή σου.
Πως είναι η μυρωδιά του θανάτου;
Τα βράδια περπατάω με το κεφάλι ψηλά γιατί φοβάμαι να κοιτάξω κάτω. Δεν θέλω να αντικρίσω όλη την δυστυχία της πόλης αυτές τις ημέρες. Ντρέπομαι να κοιτάξω στα μάτια αυτούς που πεινάνε. Για μία στιγμούλα νόμισα πως μπορώ να σε νιώσω, συγχώρεσέ με, με κάνει να αισθάνομαι καλύτερα.
Δεν μπορείς να σταθείς στα πόδια σου, τα δάκρυα κυλάνε στο πρόσωπο σου,
αβοήθητη και μόνη σε ένα κόσμο που δεν νοιάζεται.
Ένα χάδι, μία αγκαλιά, τρυφερά λόγια προσπαθούν να ξεκλειδώσουν την καρδιά σου,
δεν έχουν καμία σημασία πλέον,
Αποφεύγω τα θλιμμένα σου μάτια μα συνεχίζουν να με αναζητούν,
πες μου, με τι μοιάζει ο θάνατος;
Θέλω να γίνω ξανά αυτό το παιδί που ζούσε ανέμελο. Θέλω για μία ημέρα να ξεχάσω τα πάντα, να κρύψω όλη την δυστυχία μέσα μου, να ξαπλώσω κάτω από τα σκεπάσματα και να ονειρευτώ αυτό που δεν μπορούν να δουν τα μάτια μου όσο είμαι ξύπνιος.
Έγινε ο πόνος συνήθεια,
εξοικειωθήκαμε με την ιδέα της απώλειας,
δεχθήκαμε την αδικία, δικαιολογήσαμε τη φθηνή ελπίδα που μας πούλησαν,
πες μου σε παρακαλώ, θέλω να μάθω,
τι γεύση έχει ο θάνατος;