Τα χρόνια περνάνε, το παρελθόν μετατρέπεται σε μέλλον. Σε μία κουβέντα μας μου είπες πως οποιοσδήποτε σου δημιουργεί συναισθήματα μένει για πάντα μέσα σου. Κι εγώ θα είμαι εδώ για σένα για πάντα γιατί σε αγαπώ. Μπορείς να σβήσεις τα πάντα, αλλά όχι τα συναισθήματα. Κι ό,τι όμορφο αισθάνθηκες δεν μπορείς να το διαγράψεις. Κι αν το μισήσεις αυτό που αγάπησες να είσαι περήφανος γιατί εξακολουθεί να είναι μέσα σου. Γιατί δεν υπάρχει αγάπη εκεί που δεν υπάρχει μίσος, ούτε ηρεμία εκεί που δεν υπάρχει οργή.
Δεν σου απάντησα γιατί δεν ήξερα τι να σου πω. Ήταν πολύ δυνατό για να είναι αληθινό κι εγώ δεν ήμουν έτοιμος γι αυτό. Το παρελθόν μετατράπηκε σε μέλλον, αλλά έμεινα να κυνηγάω το παρόν. Ή μήπως αυτό με κυνηγάει; Τελικά δεν υπάρχει γιατρικό για την αγάπη και τον έρωτα; Μήπως είναι αισθήματα που δεν μπορούν να γιατρευτούν παρά μόνο να τα παραμερίσεις; Γιατί έτσι δεν γίνεται με όλα τα σπουδαία πράγματα; Μένουν για πάντα, αιωρούνται γύρω σου, βρίσκονται κοντά σου. Σαν ένα μεγάλο μάτι που σε παρακολουθεί συνεχώς. Σαν ένας άγγελος που πετάει δίπλα σου έτοιμος να θυσιαστεί μαζί σου.
Τότε έσκυψε και με φίλησες, μου ζήτησες να κλείσω τα μάτια, με άγγιξες σαν να ήταν η τελευταία φορά. Ήταν, αλλά δεν το κατάλαβα. Είναι οι επιλογές μας που κάνουν εμάς, με ρώτησες. Υπάρχει γραφτό που μας καθοδηγεί και μας υπονομεύει ή είμαστε εμείς που φτιάχνουμε τη μοίρα μας; Με αγαπάς επειδή σε αγαπώ ή θα με αγαπάς και τώρα που φεύγω;
Δεν πρόλαβα να σου απαντήσω, όσο κι αν το ήθελα. Εξαφανίστηκες με τον ίδιο τρόπο που ήρθες, τα άφησες όλα όπως τα βρήκες. Είναι άραγε ο φόβος για το άγνωστο που κρατάει πίσω τους ανθρώπους ή μήπως η δύναμη της συνήθειας και τα ψεύτικα όνειρα; Ήθελα να σου κάνω μία τελευταία ερώτηση. Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που σου ανήκει, ούτε να αφήσεις κάτι που δεν είχες.
Έγινες το αεράκι που φυσάει στην αυλή μου τα απογεύματα, μου έλεγες κάθε φορά που έφευγα μακριά σου, ο ήχος των ξύλων που καίγονται τα βράδια μέσα στο αναμμένο τζάκι, το απαλό άρωμα του καφέ που μυρίζω τα πρωινά. Είσαι η μουσική που ηχεί γλυκά μέσα μου όταν ξαπλώνω και κοιτάω το ταβάνι, ο αργός ρυθμός της ανάσας που φουσκώνει το στήθος μου όταν κοιτάω τα αστέρια.
Είναι άραγε ο άνθρωπος τόσο σκληρός; Με άφησες ή σε έδιωξα, είσαι αυτή που κουράστηκες ή σε σκότωσε το εγώ μου; Ποτέ δεν θα μάθω αν ήμουν τόσο δυνατός όσο έλεγες, μείνε μαζί μου, παρέ με αγκαλιά όπως τότε.
Ήταν τα θέλω μου πάντα τόσο γελοία όσο φαίνονται τώρα; Άσε με να ξαπλώσω στα λεπτά σου πόδια, χάιδεψε τα μαλλιά μου με τα όμορφα μακριά σου δάχτυλα.
Γιατί δεν μου είπες ποτέ ότι η ματαιοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο σε αδιέξοδο;
Θέλω να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ, να σε ονειρευτώ μαζί μου για μία τελευταία φορά.