"Αυτός ο κόσμος είναι δικός μου", μου είπες κι εγώ σε κοίταξα περίεργα. Νόμιζες ότι εκείνη τη στιγμή φαινόσουν δυνατή, αλλά στα μάτια σου φαινόταν η ανάγκη για επιβεβαίωση. Κούνησα το κεφάλι μου γιατί αυτό χρειαζόσουν για να συνεχίσεις, δεν ήθελα αυτό το χαμόγελο να πάψει να με κοιτάει.
Η ματιά σου έλαμπε από ικανοποίηση, το σώμα σου γεμάτο ενέργεια, στα αυτιά μου ηχούσε το Adagio της τελευταίας Σονάτας του Beethoven, χαμένος σε μία παράλληλη σκηνή, όπου τα κορμιά μας παραδωμένα στην ηδονή παλεύουν να ικανοποιήσουν τις φαντασιώσεις του μυαλού μας. Το κορμί σου μία απέραντη θάλασσα, που θα μπορούσα να χαζεύω όλο το βράδυ βυθισμένος στις σκέψεις μου. Τι σημασία έχουν τα λόγια όταν δύο κορμιά διψάνε το ένα για το άλλο; Τι σημασία έχει τι θέλουν τα κορμιά όταν τα λόγια διαψεύδουν τα μάτια; "Κρυώνω" μου είπες κι ένιωσα τον παγωμένο αέρα να με χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι.
Πήρες το χαρτί και σχεδίασες ένα κορίτσι με ράστα. Όσο παρατηρούσα τα δάχτυλα σου, που ήταν γεμάτα ζωγραφιές και σχέδια, εσύ συνέχιζες να προσθέτεις σχήματα και χρώματα στο κορίτσι. Το χάϊδευες απαλά με τον ίδιο τρόπο που τα μάτια μου χαϊδεύουν το κορμί σου. Το κορίτσι καθόταν πάνω σε μία πεταλούδα και κρατούσε δύο κόκκινα τριαντάφυλλα. Ένας επιβλητικός δράκος το κυνηγούσε με τον ίδιο τρόπο που το παρελθόν μας στοιχειώνει τις αθώες στιγμές του παρόντος. Και τότε κατάλαβα πως αυτό το κορίτσι ήσουν εσύ.
"Γνωρίζεις άραγε τι γεύση έχει το ρούμι;", μου είπες κι εγώ ξαφνιάστηκα. Τα αρώματα των φρούτων αναδύονταν, αλλά η μυρωδιά του κορμιού σου κυριαρχούσε ακόμα στο χώρο. Ήπιες από το δικό μου ποτήρι με την αθωότητα του μικρού κοριτσιού που θέλει να δοκιμάσει για πρώτη φορά xόρτο και να μαστουρώσει. Μου ήταν αδύνατο να διαχειριστώ αυτή την αθωότητα.
Το κατάλαβες και χαμογέλασες. Ήμουν έρμαιο των διαθέσεων σου κι αυτό σε ικανοποιούσε. Ένα κομμάτι σου έμεινε μέσα μου. Η σκέψη σου, τα θέλω σου, η παρουσία σου στο μυαλό μου, η υπενθύμιση της θέσης μου στην ζωή σου μου δείχνει καθημερινά την πραγματική μου γύμνια. Μου έδωσες τόσο λίγο, ήθελα τόσο πολύ.